τρανσαλδολάση

τρανσαλδολάση
η, Ν
(βιοχ.) ευρέως διαδεδομένο ένζυμο το οποίο καταλύει τη μεταφορά τού αλδεϋδικού άνθρακα από μία κετόζη σε μία αλδόζη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”